- επηετανός
- ἐπηετανός, -όν και -ός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που διαρκεί έναν χρόνο2. πλούσιος, αρκετός («σῑτον ἐπηετανὸν παρέχοιμι», Ομ. Οδ.)3. (για δέντρο) δασύφυλλος, με πλούσιο φύλλωμα4. (το ουδ. ως επίρρ.) επηετανόνάφθονα, πλουσιοπάροχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επ(ί)-ετ-ανός, όπου το -ετ- πιθ. < *(F)έτ-ος «έτος, χρόνος», ενώ το -η- προήλθε αναλογικά όπως στο επήβολος*. Το επίθημα -αν-ός όπως στο σητ-άν-ιος «φετεινός»].
Dictionary of Greek. 2013.